- τίκτω
- ΝΜΑ(λόγιος τ.)1. (για γυναίκες και θηλυκά ζώα) γεννώ (α. «ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει», Απολυτίκιο Χριστουγέννωνβ. «ὅν τίκτε Διὶ φίλος ἱππότα Φυλεύς», Ομ. Ιλ.γ. «Στάσις καὶ Κρόνος... τίκτετον τύραννον», Κρατίν.)2. (για πτηνά) ωοτοκώ3. μτφ. επιφέρω ως επακόλουθο, φέρνω (α. «ίδωμεν τί τέξεται η επιούσα» — να δούμε τι θα μάς φέρει η αυριανή μέραβ. «ἡ ἐπιθυμία τίκτει ἁμαρτίαν», ΚΔγ. «τὸ γὰρ δυσσεβὲς ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει», Αισχύλ.)αρχ.1. (για άνδρα ή και για τους δύο γονείς) φέρνω στον κόσμο, κάνω απογόνους, κάνω παιδιά2. (για πτηνά) εκκολάπτω3. (για τη γη και σχετικά με καρπούς) εκβλαστάνω («ἡ γῆ... τίκτουσα ποίαν;» Ομ. Οδ.)4. (για ψάρια) αποθέτω αβγά5. (γενικά) παράγω («[δᾲς] πῡρ τέξεται», Ξεν.)6. (το αρσ. πληθ. μτχ. αορ. β' ως ουσ.) oἱ τεκόντεςοι γονείς7. (το αρσ. εν. μτχ. αορ. β' ως ουσ.) ὁ τεκώνο πατέρας8. (το θηλ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ τίκτουσαη μητέρα9. φρ. «τίκτω ᾠα» — αναπαράγομαι με αβγά, γεννώ αβγά.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. τί-κτ-ω (< *τί-τκ-ω) έχει σχηματιστεί με ενεστ. διπλασιασμό τι- από τη μηδενισμένη βαθμίδα (πρβλ. πί-πτ-ω) τού θ. τεκ- (πρβλ. τέκ-νον, τέκ-ος) με αντιμετάθεση τών συμφώνων τού θέματος. Καμιά ρηματ. μορφή τών υπόλοιπων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών δεν μπορεί να συνδεθεί με τους ελλ. ρηματ. τ. (βλ. και λ. τέκνο). Στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. τοκ ανάγονται οι λ.: τόκος, τοκάς, τοκ-ετός].
Dictionary of Greek. 2013.